- απόειδα
- ο αόριστος είδα του βλέπω με την πρόθεση από που έχει επιτατική σημασία· εύχρηστος στη φράση «είδα κι απόειδα», που σημαίνει «με πολλούς κόπους κατόρθωσα», «έχασα την υπομονή μου».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.